- υπαλληλίσκος
- ο мелкий служащий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπαλληλίσκος — ο, Ν 1. ασήμαντος υπάλληλος, υπάλληλος που κατέχει χαμηλή βαθμίδα στην υπαλληλική ιεραρχία, υπαλληλάκος 2. υπάλληλος μικρής ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. τυρανν ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ.… … Dictionary of Greek
υπαλληλίσκος — ο ο ασήμαντος υπάλληλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
κλαδίσκος — ο (Α κλαδίσκος) μικρός κλάδος, κλαδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος, υπαλληλίσκος)] … Dictionary of Greek
κλεπτίσκος — κλεπτίσκος, ὁ (Α) (υποκορ. τού κλέπτης) κλεφταράκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + υποκορ. κατάλ. ίσκος, πρβλ. δικτατορ ίσκος, υπαλληλίσκος] … Dictionary of Greek
κλωνίσκος — ο (Α κλωνίσκος) μικρός κλώνος ή τρυφερό κλαδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. δικηγορ ίσκος, υπαλληλίσκος)] … Dictionary of Greek
υπαλληλάκος — ο, Ν υπαλληλίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. άκος (πρβλ. εμπορ άκος)] … Dictionary of Greek